- ταμπασίρ
- το, Νβοτ. α) κοινή ονομασία σακχάρου το οποίο εκρέει φυσιολογικά από το ζαχαροκάλαμοβ) το πυριτούχο σύγκριμμα που σχηματίζεται στα γόνατα ορισμένων ειδών μπαμπού με τη μορφή λεπτής λευκής σκόνης και το οποίο χρησιμοποιείται στη λαϊκή ιατρική τής Ανατολής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tabasheer < tabāshīr, λ. τής γλώσσας Χίντι < περσ. tabāshīr].
Dictionary of Greek. 2013.